- πέμπει
- πέμπωsendpres ind mp 2nd sgπέμπωsendpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
πάμμικτος — και πάμμεικτος, ον (Α) παμμιγής* («πάμμικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μικτός (< μ[ε]ιγνυμι)] … Dictionary of Greek
προδιερευνώ — άω, Α 1. εξέρχομαι για αναγνώριση, ανιχνεύω («πέμπει τινὰς προδιερευνησομένους», Ξεν.) 2. ερευνώ κάτι από κάθε πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διερευνῶ «ερευνώ λεπτομερώς»] … Dictionary of Greek
προλοχίζω — Α 1. στήνω ενέδρα εκ τών προτέρων («καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο», Θουκ.) 2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα προηγουμένως 3. περικυκλώνω με ενέδρα και καταλαμβάνω ένα μέρος («πέμπει... τοῡ στρατοῡ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῡντας», Θουκ … Dictionary of Greek
σύρδην — ΜΑ επίρρ. με βίαιο τρόπο αρχ. σε μακρά σειρά ή, κατ άλλους, μαζί («Βαβυλὼν... πάμμεικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek